γλετζές
Смотреть что такое "γλετζές" в других словарях:
γλεντζές — και γλετζές, ο (θηλ. γλεντζού) αυτός που τού αρέσουν τα γλέντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eğlence] … Dictionary of Greek
γλεντζές — και γλετζές, ο (θηλ. γλεντζού) αυτός που τού αρέσουν τα γλέντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eğlence] … Dictionary of Greek